ιονίζω

ιονίζω
ιοντίζω, προκαλώ ιόντωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ιοντίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιονίζω — ιόνισα, ιονίστηκα, ιονισμένος, προκαλώ ιονισμό, προσθέτω δηλαδή σε κάποιο άτομο ηλεκτρόνια ή αφαιρώ ηλεκτρόνια: Ιονισμένη ατμόσφαιρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”